Λαρισαίων Οίνοι





 

Οι δικοί μας παραγωγοί

 

Οινοποιητικός Συνεταιρισμός Τυρνάβου

 

Ο Οινοποιητικός Συνεταιρισμός Τυρνάβου ιδρύθηκε το 1961 από τους αμπε-λουργούς της επαρχίας Τυρνάβου με σκοπό την αξιοποίηση του πλούσιου δυναμικού της σταφυλικής παραγωγής της περιοχής, γνωστής εδώ και αιώνες για την παραγωγή της. Μάλιστα, στην εποχή της τουρκοκρατίας οι Τυρναβίτες παραγωγοί πλήρωναν ειδικό φόρο για το κρασί, τον λεγόμενο «κρασομοίρι», ο οποίος καταβαλλόταν σε χρήμα πριν την έναρξη του τρύγου και αναλογούσε στο 1/10 της αναμενόμενης σοδειάς.

Στους αμπελώνες της περιοχής, συνολικής έκτασης 25.000 στρεμμάτων, καλλιεργούνται εκλεκτές οινοποιήσιμες ποικιλίες με επικρατέστερη την ερυθρή ποικιλία Μοσχάτο Αμβούργου. Πρόκειται για ποικιλία που επικράτησε στην περιοχή Τυρνάβου και που δεν την συναντούμε εύκολα στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας. Οι λευκές οινοποιήσιμες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή είναι Ροδίτης, Ugni Blanc, Μπαντίκι, Maccabeu, Grenach-Blanche, Ντεμπίνα κ.α. Τα κρασιά που παράγονται είναι λευκά, ροζέ, ερυθρά, καθώς και γλυκά και ημίγλυκα.

Ο Οινοποιητικός Συνεταιρισμός Τυρνάβου δραστηριοποιείται με απόλυτη επιτυχία και στα αποστάγματα, που παράγονται από σταφύλια της περιοχής του. Το «ούζο» και το «τσίπουρο» Τυρνάβου είναι διάσημα εντός και εκτός της Ελλάδος, για την κατοχύρωση δε του ονόματός του ο Οινοποιητικός Συνεταιρισμός Τυρνάβου έχει δώσει πολύχρονους αγώνες.

 

Κτήμα Ντούγκου

 

 

Στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών συναντά κανείς το οινοποιείο Ντούγκου μέσα σ’ ένα μικρό αμπελώνα. Τα υπόλοιπα αμπελοτόπια βρίσκονται στις παρυφές του Ολύμπου, κοντά στη Ραψάνη.

Αρχικά ο Δημήτρης Ντούγκος (1983), που διατηρούσε φυτώρια αμπέλου, οινοποιούσε τα καλύτερα σταφύλια που εντόπιζε σε πελάτες του, για τον εαυτό του και λίγους φίλους του.

Στα 1992 φυτεύει τον πρώτο δικό του αμπελώνα και δημιουργεί το γνωστό σήμερα οινοποιείο του. Γρήγορα την επιχείρηση αναλαμβάνει ο γιος του Θάνος (γεωπόνος), συνεπικουρούμενος από την αδελφή του Λουΐζα (χημικός – οινολόγος).

Εκεί, λοιπόν, στην κοιλάδα των Τεμπών τα δυο αδέλφια γράφουν τη δική τους γοητευτική ιστορία, δημιουργώντας με πολύ μεράκι με την οινοποίηση ντόπιων αλλά και διεθνών ποικιλιών κρασιά ιδιαίτερων απαιτήσεων, που ως παραγωγές έγιναν ευρύτερα γνωστές με τα ονόματα «Μεθυστάνες» και «Μεθ’ Ημών».

Στο «Κτήμα Ντούγκου» συναντά κανείς όλο τον έρωτα για το κρασί καθώς για την οικογένεια Ντούγκου η ποιοτική παραγωγή αποτελεί στοίχημα ζωής.

Τρία λευκά, τρία ερυθρά και ένα ροζέ, είναι οι τρέχουσες δημιουργίες οι οποίες αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τις καλλιεργούμενες ποικιλίες (Ροδίτης, Μπατίκι, Ασύρτικο, Ξινόμαυρο, Κρασάτο, Σταυρωτό, Λημνιώνα, Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Syrah, Merlot και Grenache Rouge).  

 

 

Κτήμα Δημήτρη Μίγα

 

 

Ο Δημήτρης Μίγας είναι γόνος Τυρνάβου με τον οικογενειακό του αμπελώνα να εκτείνεται στα 120 στρέμματα στην απόληξη του ορεινού όγκου του Ολύμπου, στους πρόποδες του πρόβουνου Μελούνα, όπου ήταν και τα παλιά ελληνικά σύνορα και όπου δόθηκαν οι σκληρές μάχες τόσο στον άτυχο πόλεμο του 1897, όσο και μετέπειτα στον απελευθερωτικό του 1912. Εκεί, στα όρια της Θεσσαλικής πεδιάδας, βρίσκεται η τοποθεσία «Παλαιός Άμπελος», που δηλώνει ότι ανέκαθεν ήταν τόπος αμπελοκαλλιέργειας, η οποία και έδωσε το όνομά της στα κρασιά της οικογένειας Μίγα. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι οι γαλλικές Chardonnay, Sauvignon Blanc, Syrah, Merlot, Cabernet Sauvignon, αλλά και οι ελληνικές Ροδίτης, Μπαντίκι και Μοσχάτο Αμβούργου. Σύμμαχος στην κορυφαία ποιότητα των κρασιών του κτήματος είναι το ήπιο ηπειρωτικό κλίμα και η καλή στράγγιση του εδάφους. Ιδιαίτεροι στόχοι της οικογένειας του Δημήτρη Μίγα είναι αφ’ ενός η ανάδειξη της παράδοσης, και αφ’ ετέρου η εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας, έτσι ώστε να παράγει άριστα ποιοτικά κρασιά.

Τον Νοέμβριο του 2010 θα εμφιαλώσει για πρώτη φορά «Μαλαγουζιά»

 

 

Κτήμα Λιάπη

 

 

Στην ιστορική Ραψάνη, η οικογένεια Ευάγγελου Λιάπη κληρονόμησε μια γοητευτική ιστορία. Ήταν κάπου στα 1935 που η κυρά-Φανιώ Λιάπη φυτεύει τον πρώτο οικογενειακό αμπελώνα διαμορφωμένο σε κύπελλο. Στη συνέχεια παράγει έναν ερυθρό οίνο τον οποίο πουλά στα γύρω χωριά, μεταφέροντάς τον με τα μουλάρια μέσα στα γνωστά «τουλούμια». Από τότε και μέχρι τη δεκαετία του ’60, η κυρά-Φανιώ καταφέρει να κάνει γνωστό το κρασί που παράγει σε όλες τις γύρω περιοχές. Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει δράση η δεύτερη γενιά με τον Ευάγγελο Λιάπη, ο οποίος φυτεύει στην περιοχή του Άη Λια (όπου το ομώνυμο ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία), σε υψόμετρο 550 μέτρων, τον ομώνυμο αμπελώνα έκτασης 20 στρεμμάτων, με τις τοπικές ποικιλίες ξινόμαυρο, κρασάτο και σταυρωτό.

Στις αρχές του 2002 την ευθύνη της οικογενειακής επιχείρησης αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Λιάπης, ο οποίος δημιουργεί μια μικρή, αλλά πλήρως εξοπλισμένη οινοποιητική μονάδα. Ταυτόχρονα μετατρέπει τον παλιό αμπελώνα του Άη – Λια σε γραμμικά υποστυλωμένο και τον επεκτείνει με νέες φυτεύσεις.  Έτσι σήμερα οι ιδιόκτητοι αμπελώνες αποτελούνται από 40 στρέμματα με στόχο την παραγωγή ερυθρού οίνου Ονομασίας Προέλευσης Ανώτερης Ποιότητας, τον λεγόμενο Ο.Π.Α.Π. Ραψάνη.

Το μεσόκλιμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από έντονες χιονοπτώσεις και χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα, από συχνές ανοιξιάτικες βροχοπτώσεις και καλοκαίρια με έντονη ξηρασία. Οι αμπελώνες βρίσκονται σε υψόμετρο 200-550 μέτρων, όλοι μέσα στη νομοθετημένη ζώνη Ο.Π.Α.Π. Ραψάνης. Ανάλογα με το υψόμετρο, ανάγλυφο, προσανατολισμό, την κλίση και την μηχανική σύσταση του εδάφους (χαρακτηρίζονται ως αργιλλοπηλώδη - αμμοαργιλλοπηλώδη) των αμπελώνων, η σταφυλική τους παραγωγή διακρίνεται σε ποιότητες και αναλόγως κατευθύνεται στην παραγωγή επιτραπέζιου οίνου ή οίνου ανωτέρας ποιότητας.

Ο «Θεσσαλικός» και ο «Ορεινός Ροδίτης – βαρέλι», είναι οι δυο λευκοί οίνοι της παραγωγής του Κτήματος Λιάπη, η «Ραψάνη» και «Ραψάνη –Ναυσικά Λιάπη» οι αντίστοιχοι ερυθροί, που διεκδικούν ιδιαίτερη θέση στο τραπέζι μας.  

Κτήμα Κατσαρού

 

 

Η ιστορία άρχισε πριν τριάντα περίπου χρόνια με την εγκατάσταση του γιατρού Δημήτρη Κατσαρού στην πανέμορφη Κρανιά, όπου αγόρασε τα πρώτα αγροτεμάχια και φύτεψε το πρώτο του αμπέλι με γαλλικές ποικιλίες. Στο διάστημα αυτό το ‘‘Κτήμα Κατσαρού’’ έγινε διάσημο, γνώρισε πλήθος τιμητικών διακρίσεων, αγαπήθηκε με πάθος. Το περίφημο μικροκλίμα της περιοχής, αλλά και η επιστημονική ενασχόληση του γιατρού με την καλλιέργεια και την οινοποίηση είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κορυφαίων ετικετών που συναγωνίζονται επάξια τα καλύτερα κρασιά του διεθνούς αμπελώνα.

Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι οι γαλλικές Cabernet Sauvignon και Merlot για το ερυθρό «Κτήμα Κατσαρού», καθώς και η Chardonnay για το ομώνυμο λευκό. Το φθινόπωρο του 2009, για πρώτη φορά η οικογένεια Κατσαρού έδωσε στην κατανάλωση και το μονοποικιλιακό Merlot.

Διάδοχη κατάσταση της Στέλλας και του Δημήτρη Κατσαρού, ο γιος τους Ευριπίδης, που σπούδασε Γενική Βιολογία στο πανεπιστήμιο του Μπορντώ, στη συνέχεια Αμπελουργία – Οινολογία στο πανεπιστήμιο της Βουργουνδίας, απ’ όπου πήρε και το Εθνικό Δίπλωμα Οινολόγου, κι έκανε αρκετές πρακτικές σε οινοποιεία της Γαλλίας, αλλά και η κόρη τους Όλγα.

Η λευκή οινοποίηση γίνεται με ζύμωση στα δρύινα βαρέλια όπου παραμένει 6–7 μήνες μαζί με τις οινολάσπες και με συχνές αναδεύσεις. Ακολουθεί η διαδικασία της εμφιάλωσης. Το λευκό διατίθεται στην αγορά ένα χρόνο μετά, έχοντας εξασφαλισμένη διάρκεια ζωής τα πέντε χρόνια, παρότι καταναλώνεται πολύ καλά και φρέσκο.

Για την ερυθρά οινοποίηση ακολουθείται ο κλασικός τρόπος, με πλήρη έλεγχο των θερμοκρασιών και του χρόνου παραμονής των στεμφύλων με το κρασί, υπό τον συνεχή εργαστηριακό έλεγχο. Το κρασί, μετά τη ζύμωση παραμένει για 12-16 μήνες στο βαρέλι και στη συνέχεια μπαίνει στη διαδικασία της εμφιάλωσης. Στο μπουκάλι μένει ακόμα ένα χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι στην κατανάλωση διατίθεται στο τέλος της τρίτης μετά τον τρύγο χρονιά. Παρότι το ερυθρό είναι κρασί μακράς παλαίωσης, τουλάχιστον 15ετίας, εμφανίζει τα προτερήματα και όλα του τα χαρακτηριστικά από τη στιγμή που θα παραδοθεί στην κατανάλωση.

 

Κτήμα Παντελή Καριπίδη

 

 

Ο Παντελής Καριπίδης ήταν αυτός που ανέτρεψε τις κρατούσες απόψεις για τις δυνατότητες του κάμπου της Λάρισας, που όλοι τον χαρακτήριζαν σιτοβολώνα της Ελλάδας, όχι όμως και ικανό για ιδιαίτερες αμπελοκαλλιέργειες, για τις οποίες φημίζονταν η Ραψάνη και ο Τύρναβος. Αλλά, ο Παντελής Καριπίδης, πίστευε ότι «άγια» αμπελοχώραφα μπορεί να υπάρξουν παντού, αρκεί να τα ψάξουμε, αρκεί να τα βρούμε. Το 1981, 1.500 φυτά με γαλλικούς κλώνους του Cabernet, του Merlot και του Sauvignon, από το φυτώριο του Σαν Ζαλόν μεταφυτεύονται στα Βούναινα, για ν’ αποτελέσουν το πρώτο του αμπέλι, 5 στρεμμάτων.

Ακολουθούν και άλλες φυτεύσεις με άλλες ποικιλίες όπως της Syrah, αλλά και των ιταλικών Nebbiolo, Primitivo και Sangiovese, καθώς και της κοσμοπολίτικης Chardonnay, μιας ποικιλίας που μπορεί να δημιουργήσει θαυμάσια κρασιά, με γευστικό πλούτο και πολυπλοκότητα.

Πίστη του Παντελή Καριπίδη αποτελεί το ότι ο οινοποιός πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι αμπελουργός. «Το 90% της επιτυχίας ενός μεγάλου κρασιού οφείλεται στη γνώση του αμπελώνα σου. Αυτό σημαίνει πως η μεγαλύτερη επένδυση που κάνει ένα οινοποιείο με ιδιόκτητους αμπελώνες πρέπει να είναι στην έρευνα. Όπως, επίσης, σημαίνει ότι πρέπει να μάθεις να παίρνεις τις κατάλληλες στρεμματικές αποδόσεις, χωρίς παρεμβάσεις και με πλήρη διαχείριση του υδατικού στρες», υποστηρίζει.

Ήδη προχωρά στην αποπεράτωση ενός νέου, υπερσύγχρονου οινοποιείου με τεράστιο κελάρι, που αποτελεί πρότυπο επένδυσης για τον χώρο και με προοπτικές αναβάθμισης της περιοχής. Με το βλέμμα στην επόμενη πενταετία και όντας βέβαιος ότι οι τρύγοι που ωριμάζουν σήμερα στα δρύινα γαλλικά βαρέλια ή κοιμούνται ήρεμα στις φιάλες τους, θα δώσουν θαυμαστά αποτελέσματα, ο Παντελής Καριπίδης σχεδιάζει με σιγουριά τα επόμενα βήματα. Γνωρίζει πως η αναγνώριση είναι υπόθεση που κατακτιέται με καθημερινό αγώνα και στοχεύοντας πάντα ψηλότερα. Γνωρίζει πως στην ιστορία του κρασιού δεν υπάρχει παρά μόνο η ανησυχία να δημιουργεί ολοένα και πιο ώριμα, και πιο γεμάτα, και πιο άξια να φέρουν τον χαρακτηρισμό του ποιοτικού κρασιού.

 

Κτήμα Χρήστου Ζαφειράκη

 

 

Εμφανίστηκε μέσα από ετικέτες που παραπέμπουν σε τυρναβίτικα τοπωνύμια. Μιλά για αναβίωση ποικιλιών που χάθηκαν ή τείνουν να χαθούν. Οινοποιεί με πάθος και μεράκι. Και μιλά με σεβασμό για ό,τι κρύβεται μέσα σ’ ένα μπουκάλι κρασί. Σίγουρος για την αξία του τόπου του, στοχεύει στην ανατροπή… 

Από πατέρα αμπελουργό, ανήσυχος για ό,τι παρατηρούσε να συμβαίνει στους οικογενειακούς αμπελώνες, αλλά και στη γύρω περιοχή, ο Χρήστος Ζαφειράκης επέλεξε να βαδίσει σε δρόμους γνωστούς για τον τόπο του, τον Τύρναβο, ωστόσο ιδιαίτερα προσωπικούς, διαισθανόμενος ότι η γη του έχει τις δυνατότητες να παράγει ιδιαίτερα ποιοτικά κρασιά.

Η μαθητεία του στην Αμερικανική και Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης γίνεται το εφαλτήριο για την είσοδό του στον γοητευτικό κόσμο της οινοποίησης, αφού τον οδηγεί στη σχολή Οινολογίας και Τεχνολογίας Ποτών ΤΕΙ της Αθήνας και μετά στην Ιταλία.

Το 2000 ξεκινά τις παρεμβάσεις σε αμπελοτεμάχια της οικογένειας, με πρώτο βήμα τις εδαφολογικές εξετάσεις. Παράλληλα, συζητώντας με τους γεροντότερους της περιοχής αναζητά το βιογραφικό των αμπελοτόπων του Τυρνάβου και το ιστορικό των καλλιεργειών.

Πιστεύει ότι τον πρώτο ρόλο στη δημιουργία ενός μεγάλου κρασιού παίζει η υψηλή ποιότητα της πρώτης ύλης και στόχος του είναι να εκμεταλλευθεί στο έπακρο τις δυνατότητες ενός πολύ καλού αμπελιού.

Οι ετικέτες του ‘‘Παλαιόμυλου’’ έτυχαν θερμής υποδοχής από τους οινικούς κύκλους και τα σχόλια που ακουστήκαν και γράφτηκαν υπήρξαν ιδιαίτερα ευμενή για τον Χρήστο Ζαφειράκη, ο οποίος συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις για ν’ αποτελέσει τη μεγάλη ανατροπή σε μια περιοχή που δικαιούται να καυχιέται για την ποιότητα των κρασιών της. Νεαρός, με οράματα και όρεξη για δουλειά στοχεύει στην εξελικτική πορεία ποικιλιών που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μεγάλα κρασιά, έτσι ώστε να έχει το δικό του λόγο στον σύγχρονο ελληνικό οινικό χάρτη, στον οποίο παρά την ποιοτική έξαρση που παρατηρείται εδώ και χρόνια υπάρχει αρκετός χώρος για πρωτοπορίες.

Τον Νοέμβριο του 2010 θα εμφιαλώσει για πρώτη φορά «Μαλαγουζιά».

 

Κτήμα Ξηρομερίτη

 

 

Η ιστορία ξεκινά το 1960 στα Κυπαρίσσια Λάρισας, ένα μικρό χωριό νότια της πόλης, όπου η οικογένεια Θόδωρου και Ουρανίας Ξηρομερίτη αναπτύσσουν το ιδιόκτητο αγρόκτημά τους. Είκοσι χρόνια μετά, τα παιδιά τους Θέμης και Μάριος (μικροβιολόγος ο πρώτος, ουρολόγος ο δεύτερος) δημιουργούν τον πρώτο αμπελώνα φυτεύοντας διεθνείς και ντόπιες ποικιλίες. Ένας δεύτερος αμπελώνας δημιουργείται λίγα χρόνια αργότερα, στην περιοχή Αργυροπουλίου Τυρνάβου.

Τόσο οι λευκές ποικιλίες, όσο και οι ερυθρές ακολουθούν την κλασική οινοποίηση, με τα ερυθρά να ωριμάζουν σε δρύινα βαρέλια και να παλαιώνουν στη φιάλη. Οι ετικέτες του κτήματος: Λευκός Πολυποικιλιακός, ερυθρός Κτήμα Ξηρομερίτη – Αγιωργίτικο, ερυθρός Πολυποικιλιακός, Cabernet – Sauvignon, Merlot.

Η προσπάθεια των δυο επιστημόνων να παράγουν τα δικά τους εξαιρετικά κρασιά είναι όχι απλά αξιέπαινη, αλλά και εντυπωσιακή. Με απόλυτη γνώση του μικροκλίματος της περιοχής και απόλυτη σχολαστικότητα κατά τον τρύγο, με γνώμονα τον όμοιο βαθμό ωρίμανσης, επιτυγχάνουν να παράγουν μοναδικά σε αρώματα κρασιά, στιβαρά και ικανά να καλύψουν κάθε απαίτηση οινόφιλου.

Και τα δυο αδέλφια πιστεύουν ότι πάνω απ’ όλα το κρασί είναι μεράκι και προσπαθούν να το αντιμετωπίζουν περισσότερο ως έρωτα, παρά ως επάγγελμα. Αυτό ερμηνεύει και το γεγονός πως δεν προχωρούν σε μεγάλες επενδύσεις, θέλοντας όπως οι ίδιοι δηλώνουν να έχουν σε απόλυτη έλεγχο την παραγωγή τους.