32. Γευσιγνωσία Κτήμα «Χρήστου Ζαφειράκη» (26-11-2013)




«Συνοδεύοντας κρασιά του Κτήματος Χρήστου Ζαφειράκη»

 

Με την ευγενική συμμετοχή των κρεοπωλείων Αχιλλέα Λανάρα

και του πρωτοποριακού τοπικού συνεταιρισμού «ΘΕΣγάλα-ΠΙΕς».

 

 

 

Απόλυτη επιτυχία σημείωσε η 32η βραδιά γευσιγνωσίας, την Τρίτη, 26 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσίαση τριών οίνων του Κτήματος Ζαφειράκη και των γεύσεων που ανάδειξαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο χώρος μας στοχεύει στο να είναι πόλος ανάπτυξης του ελληνικού κρασιού και παράλληλα χώρος ορθοφαγίας και για τούτο προσπαθούμε ν’ αποδείξουμε την ιδιαιτερότητα κάθε γεύσης, ξεκινώντας από την ανάδειξη των ποιοτικών χαρακτηριστικών της πρώτης ύλης.

Οι βραδιές γευσιγνωσίας που διοργανώνουμε είναι ένα σοβαρό βήμα στην υπόθεση αυτή, αφού στοχεύουν αφ’ ενός μεν στη παρουσίαση νέων ετικετών κρασιού (είτε οινοποιών του τόπου μας, είτε του ευρύτερου ελληνικού οινικού χάρτη) και αφ’ ετέρου στο συνδυασμό του συγκεκριμένου κρασιού με την κατ’ εξοχήν κατάλληλη γεύση φαγητού.

Έτσι το βράδυ της 26ης Νοεμβρίου εκτός από τις τρεις ετικέτες του κτήματος Χρήστου Ζαφειράκη, που παρουσιάστηκαν, οι γευστικές διαδρομές μας σταμάτησαν και σ’ άλλα σημεία:

Σ΄ έναν ονειρικό πουρέ από Σουλτανίνα (ξανθιά) σταφίδα που μαρινάρισε η Καλλιόπη Καραγκούνη για 24 ώρες στη Μαλαγουζιά.

Σ’ ένα γευστικότατο τραχανώτο από τον τραχανά που έφτιαξε η κ. Βασιλική Τσιβαλιού στο χωριό Μόδεστος της Λάρισας.

Στο «Κατίκι» Δομοκού, το ιδιαίτερης νοστιμιάς μαλακό φρέσκο τυρί που τιμά την ελληνική τυροκομική παράδοση.

Στη τορτουγκίτα ή πάπια μοσχαριού, ένα ιδιαίτερο κρέας που προσφέρεται για μαγείρεμα, αλλά απαιτεί αρκετή επιμονή στην κατσαρόλα ή στο φούρνο.

Στη σάλτσα ψητής ντομάτας με τρίμα καπνιστού φουντουκιού, μια επινόηση της Καλλιόπης Καραγκούνη που πάντρεψε την οξύτητα της ψημένης ντομάτας με τη λιπαρότητα και το άρωμα του φουντουκιού.

Στο παστέλι μελιού με άρωμα τριαντάφυλλου, που επίσης δημιούργησε με σουσάμι, μέλι και ροδόνερο η Καλλιόπη.

Τέλος στο γάλα της «ΘΕΣγάλα-ΠΙΕς», που μας έδωσε το καταπληκτικό ριζόγαλο με λευκή και μαύρη σοκολάτα.

 

Η γευστική παρουσίαση ακολούθησε πιστά όλους τους κανόνες της οριζόντιας γευσιγνωσίας.

Την αρχή έκανε η Μαλαγουζιά 2012, που τη συνόδευσε μια δροσερή πράσινη σαλάτα σε ταπέτο από πουρέ σταφίδας, ντοματίνια Σαντορίνης, κίτρινη πιπεριά και φιλέτα πορτοκαλιού, αρωματισμένη με απαλό ντρέσιγκ μελιού και πορτοκαλιού.

 

Ακολούθησε το CHARDONNAY του 2012, που το συνόδευσε ένα πιάτο με καθαρά παραδοσιακά χαρακτηριστικά: Γλυκό τραχανώτο με συνοδεία μανιταριών του δάσους σε τραγανή μπρουσκέτα και μους από κατίκι Δοκομού.

 

Τρίτη κατά σειρά ήρθε η «Λημνιώνα 2009», που βέβαια απαιτούσε μια πλούσια σε γεύση συνοδεία, ικανή να ισορροπήσει τις τανίνες της: Τορτουγκίτα από τρυφερό μοσχαράκι μπρεζέ αρλεζιέν, μαριναρισμένο σε Λημνιώνα του Χρήστου Ζαφειράκη, με σάλτσα ψητής ντομάτας και τρίμα καπνιστού φουντουκιού, συνοδευόμενο από baby καρώτα και πατάτες, και μαρμελάδα ελιάς Καλαμών.

Η βραδιά έκλεισε μ’ ένα, ιδιαίτερα χωνευτικό, δεκαετούς παλαίωσης τσίπουρο του Χρήστου Ζαφειράκη που το σενόδευσε η διπλή κρέμα ρυζιού λευκής και μαύρης σοκολάτας με ιταλικό ρύζι Αρμπόριο, αρωματισμένη με λεμόνι και γαρνιρισμένη με παστέλι μελιού.

 

 

Σημειώσεις - Επεξηγήσεις

 

«Μalagouzia 2012»: Προορίζεται για την πολύ απαιτητική αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Συνεργάζονται σταφύλια από δυο εκ των καλυτέρων αμπελοτεμαχίων του κτήματος. Το ένα αμπέλι, στην περιοχή «Παλαιόμυλος», σε έδαφος αμμοπηλώδες, δίνει κρασιά με πλούσιο όγκο, μέτρια οξύτητα, έντονα αρώματα βερίκοκου ροδάκινου  με ανθικές νότες. Το άλλο, στην περιοχή «Καμπίλαγα», σε αργιλώδες έδαφος, δίνει κρασιά μετρίου όγκου, υψηλής οξύτητας και έντονου βοτανικού  χαρακτήρα. Η ανάμιξη των δυο κρασιών γίνεται μετά το τέλος  το αλκοολικής ζυμώσης. Ακολουθεί η ωρίμανση με τις οινολάσπες για σχεδόν για πέντε μήνες. Το τελικό προϊόν το χαρακτηρίζει η  αρωματική  πολυπλοκότητα , η  βελούδινη γεύση,  η διακριτική οξύτητα  και η μεγάλη επίγευση. Η παραμονή του για πέντε μήνες με τις οινολάσπες του δίνει τη δυνατότητα να φλερτάρει με το χρόνο και να φτάνει στην κορύφωσή του αφού έχει ξεπεράσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του. 

 

«Παλαιόμυλος - CHARDONNAY, 2012»: Η ετικετοποίηση της παραγωγής του 2012 ολοκληρώθηκε πριν λίγες ημέρες και θα είναι η πρώτη μέρα κυκλοφορίας του. Μετά την οινοποίησή του παραμένει για ζύμωση και ωρίμανση σε βαρέλι για τέσσερις μήνες και στη συνέχεια ακολουθεί η παραμονή του για αρκετούς μήνες στη φιάλη. Έχει χρώμα κιτρινοπράσινο, αρώματα φρούτων (μπανάνα, αχλάδι, εσπεριδοειδή), με διακριτική την  παρουσία των αρωμάτων του ξύλου.

 

 «Λημνιώνα 2009»: Πανάρχαια ποικιλία της Θεσσαλίας, που επλήγη σοβαρά από τη φυλλοξήρα και για πολλά χρόνια ήταν σχεδόν εξαφανισμένη. Διασώθηκε από το Ινστιτούτο Αμπέλου και αναβιώθηκε από τον Χρήστο Ζαφειράκη. Ως μονοποικιλιακή παραγωγή οινοποιήθηκε μόνο απ’ αυτόν, με ζύμωση σε ξύλινη δεξαμενή και παλαίωση για 12 μήνες σε γαλλικά δρύινα βαρέλια.

Έχει εξαιρετικά βαθύ, ζωηρό και σκούρο κόκκινο χρώμα. Στη μύτη κυριαρχούν πλούσια και πολύ εκφραστικά αρώματα αγριοκέρασου, γλυκόριζας και λευκού πιπεριού με ορυκτώδη χαρακτήρα. Το στόμα είναι ευρύ και δομημένο πάνω σε πλούσιες και στιβαρές, αλλά όχι επιθετικές ταννίνες, μεσαίου όγκου, ισορροπημένο, με έντονη οξύτητα και δυνατότητα παλαίωσης έως και δέκα χρόνια.

Απευθύνεται σε όσους αναζητούν κομψά και ασυνήθιστα κόκκινα κρασιά με έντονα εκφραστική μύτη. Είναι το ελληνικό αντίστοιχο των ιταλικών ποικιλιών Sangiovese και Barbera  στο στόμα, ενώ στη μύτη της γαλλικής Pinot Noir.

 

«Τορτουγκίτα»: ο γαστροκνήμιος μυς του μόσχου. Όρος ισπανικής προέλευσης από το «τορτούγκα» που σημαίνει χελώνα, γιατί όντως ο μυς αυτός – που βρίσκεται κοντά στη φτέρνα του ζώου κι εφάπτεται με το κότσι - μοιάζει με χελώνα. Οι Έλληνες κρεοπώλες το γνωρίζουν και ως «πάπια». Το συγκεκριμένο μέρος του ζώου επιλέχθηκε από τον κρεοπώλη Αχιλλέα Λανάρα γιατί είναι πλούσιο σε κολλαγόνο (ινώδης πρωτεΐνη) και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη νοστιμιά.

 

Μπρεζέ Αρλεζιέν: Η κλασική γαλλική συνταγή με μοσχάρι μπρεζέ (τεχνική πολύωρου μαγειρέματος κρέατος που ψήνεται πρώτα στην κατσαρόλα στεγνό για ‘‘θωράκισμα’’ και μετά μπαίνει στον φούρνο να “βράσει”) στην εκδοχή Αρλεζιέν, που οφείλει το όνομά της στον τόπο καταγωγής της, αφού τη συναντούμε στην πόλη Αρλ (Arles) της Προβηγκίας, στο δέλτα του Ροδανού, στη νότια Γαλλία.

Η Αρλ ιδρύθηκε από τους αρχαίους Έλληνες (Φωκαείς) τον 6ο αιώνα π.Χ. με το όνομα Θηλίνη. Καταλήφθηκε από τους Κέλτες Σάλυες το 535 π.Χ., που τη μετονόμασαν σε Αρελάτ, «πόλη των βάλτων» δηλαδή. Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη το 123 π.Χ. και την ανέπτυξαν σε σημαντικό αστικό κέντρο, με μια διώρυγα προς τη Μεσόγειο Θάλασσα που διανοίχθηκε το 104 π.Χ. Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε ως προστατευόμενη πόλη του Ιουλίου Καίσαρα (46 π. Χ.). Είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα διατηρημένης πόλης με τέλεια ρωμαϊκή υποδομή, βασισμένη στις αρχές της Ελληνικής Ιπποδάμειας Αρχιτεκτονικής. Χτισμένη στη βάση αξόνων και μεγάλων οικοδομικών τετραγώνων, σαν σκακιέρα, με φόρουμ, αρένες, ιπποδρομιακό κέντρο, αρχαίο θέατρο, θέρμες και νεκροπόλεις, ώς τα χρόνια του Κωνσταντίνου, όπου το σκηνικό αλλάζει με την προσθήκη χριστιανικών και αργότερα μεσαιωνικών κτισμάτων. Σημαντικό ποταμίσιο λιμάνι για αιώνες, χτισμένη πάνω στον Ροδανό, συνέδεε την περιοχή της Προβηγκίας μέσα από κανάλι με την Μεσόγειο.

Ο πιο διάσημος επισκέπτης της ήταν ο Vincent Van Gogh που έφτασε το 1888 και έμεινε εκεί για ενάμιση χρόνο ζωγραφίζοντας 300 πίνακες στη περιοχή. Μάλιστα εκεί, μέσα σε ένα τοπικό πορνείο έκοψε το κάτω μέρος από το αυτί του, το οποίο τύλιξε σε εφημερίδες και το παρέδωσε σε μια πόρνη με το όνομα Ραχήλ λέγοντάς της «κράτα αυτό το αντικείμενο με προσοχή».

Στα χνάρια του αργότερα ήρθε και ο Pablo Picasso που επισκέφτηκε την Arles για να ζωγραφίσει τις ταυρομαχίες στην αρένα της πόλης που ήταν αγαπημένο θέμα του. Σε κάποια απ’ τις επισκέψεις του μάλιστα, δεν παρέλειψε να αποτυπώσει και τη δικιά του εκδοχή της L’ Arlésienne, που την είχε κάνει πρώτα διάσημη ο Van Gogh.

 

Ο συνεταιρισμός ΘΕΣγάλα-ΠΙΕς

είναι η νέα δυναμική τοπική επιχείρηση που εγγυάται πως θα έχουμε στο ποτήρι μας ολόφρεσκο ποιοτικό και ασφαλές γάλα. Γνωρίζοντας την υψηλή διατροφική αξία του γάλακτος ο «ΘΕΣγάλα-ΠΙΕς» μας προσφέρει ένα προϊόν ανωτέρας ποιότητας το οποίο συλλέγεται από φάρμες παραγωγών της Λάρισας, παστεριώνεται σε πιστοποιημένες εγκαταστάσεις και φτάνει άμεσα στα σημεία πώλησης και στις δεξαμενές αυτόματων πωλητών. Το επιδόρπιο της βραδιάς είναι με το δικό του γάλα!

 

Ας γνωρίσουμε τις ελληνικές ποικιλίες:

 

 

Μαλαγουζιά: Η βασίλισσα ξανά στο θρόνο της

Ανατρέχοντας τις σχετικές ιστοσελίδες για πληροφορίες σχετικά με τη Μαλαγουζιά διαπιστώνουμε πως από το 1935 ακόμα ο Καθηγητής Αμπελουργίας Βάσος Κριμπάς την κατέτασσε στη μικρή ομάδα των εκλεκτών ελληνικών ποικιλιών οινοποιίας. Όπως προκύπτει από τα γραφόμενα του κ. Κριμπά, η ποικιλία ήταν εντοπισμένη στην περιοχή του Μεσολογγίου από πολύ παλιά. Αρκετά χρόνια μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η ποικιλία εξακολουθούσε να καλλιεργείται στη δυτική Ναυπακτία, στα πεδινά των περιοχών Μεσολογγίου – Αιτωλικού, καθώς και στα πεδινά μεταξύ Αχελώου και Λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.

Παράλληλα πληροφορούμαστε ότι και ο Καθηγητής Δημήτρης Σταύρακας την ξεχωρίζει ως: «Εκλεκτή ποικιλία, η εκλεκτότερη ίσως λευκή του Ελλαδικού χώρου». Τέλος, η ηγερία του διεθνούς και όχι μόνο του ελληνικού επιστημονικού οινολογικού Πανθέου, κ. Σταυρούλα Κουράκου – Δραγώνα τη χαρακτηρίζει (σε άρθρο της στην Καθημερινή, 22/7/2001) ως την «…ξεχασμένη βασίλισσα των ελληνικών κρασοστάφυλων»!…

Αυτή όμως η τόσο εκλεκτή ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα κινδύνευσε να χαθεί ολοκληρωτικά, όπως και άλλες ποικιλίες, τόσο με την επίθεση της φυλλοξήρας, όσο και με την επέκταση των ποτιστικών καλλιεργειών στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, που βάσιμα θεωρείται πατρίδα της.

Τη διάσωσή της, η κ. Σταυρούλα Κουράκου – Δραγώνα, αποδίδει στον γεωπόνο Χαράλαμπο Κοτίνη, ειδικό σε θέματα αμπελουργίας, που το 1970 πρόφθασε και διέσωσε εμβολιοκληματίδες από τα λίγα κλήματα που είχε ο αμπελουργός Βαλανδρέας στο Νεοχώρι της επαρχίας Μεσολογγίου.

Ο Χαράλαμπος Κοτίνης στέλνει τις εμβολιοκληματίδες στο Ινστιτούτο Αμπέλου, στη Λυκόβρυση της Αττικής, το οποίο με τη σειρά του τις στέλνει στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, στην αμπελουργική εκμετάλλευση Πόρτο Καρράς, με την οποία συνεργαζόταν, όπου ο καθηγητής Αμπελουργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Βασίλης Λογοθέτης διατηρούσε πειραματικό αμπελώνα, συλλέγοντας διάφορες ξεχασμένες ελληνικές ποικιλίες, που εκείνη την εποχή ήταν άγνωστες.

Εκεί, το 1975, οι εμβολιοκληματίδες της Μαλαγουζιάς θα έχουν την ευτυχία να… πέσουν στα χέρια του πατριάρχη του ελληνικού οίνου Βαγγέλη Γεροβασιλείου, που είχε αναλάβει οινολόγος στο Porto Carras.

Σε συνέντευξή του στο «Έθνος», ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου θυμάται πως «το 1975, ο αείμνηστος Βασίλειος Λογοθέτης, καθηγητής Αμπελογραφίας και Αμπελουργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχε συλλέξει διάφορες ελληνικές ποικιλίες ξεχασμένες, άγνωστες εκείνη την εποχή και είχε δημιουργήσει έναν πειραματικό αμπελώνα στο Κτήμα Πόρτο Καρράς στη Χαλκιδική. Καθώς περπατούσαμε στον αμπελώνα, ο καθηγητής μού έδειξε ένα κλήμα λέγοντας: -Αυτή είναι η Μαλαγουζιά, τη βρήκα από μια κληματαριά-. Δοκιμάζω με ενδιαφέρον μερικές ρώγες και διαπιστώνω το ποιοτικό δυναμικό της. Οινοποίησα τη Μαλαγουζιά για πρώτη φορά στο Πόρτο Καρράς και μου άρεσε. Θυμάμαι που μύριζε λεμόνι και κίτρο. Το 1976 αρχίσαμε τον πολλαπλασιασμό της και έτσι διεσώθη η ποικιλία. Το 1981 τη φύτευσα στο δικό μου αμπελώνα στην Επανομή, που τότε ήταν 43 στρέμματα και που σήμερα φτάνει τα 261. Μερικά χρόνια αργότερα, ενδιαφέρθηκε και το Ινστιτούτο Οίνου. Τους έδωσα κληματίδες, οι οποίες δόθηκαν στον οινοποιό Θανάση Παρπαρούση και στη συνέχεια έφτασαν στα χέρια της Ρωξάνης Μάτσα. Η ελληνική αγορά αγκάλιασε αμέσως αυτήν την ποικιλία, που η λεμονάτη γεύση της ταιριάζει με τη μεσογειακή κουζίνα».

Η Μαλαγουζιά την τελευταία δεκαετία έχει κάνει μια σημαντική διαδρομή, με τους αμπελώνες της να επεκτείνονται διαρκώς. Οι χάρες της, προκλητικές, αναδεικνύονται μέσα από τη σημαντική δουλειά των οινοποιών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των ξένων αγορών, και, όπως όλα δείχνουν, το μέλλον της διαγράφεται ρόδινο.

Τα κρασιά που δίνει η ποικιλία ξεχωρίζουν λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Έχουν καθιερωθεί για τον αρωματικό και φρουτώδη χαρακτήρα τους, τη φινέτσα τους και την προσωπικότητά τους. Η εκφραστική μύτη τους αναδύει καθαρά αρώματα λουλουδιών και βοτάνων, κίτρου, λεμονιού και ροδάκινου.

    Στόμα τραγανό, χωρίς μεγάλη οξύτητα. Πίνεται φρέσκια, αλλά αντέχει και για 2 έως 3 χρόνια. Μερικοί παραγωγοί αφήνουν τη Μαλαγουζιά να ωριμάσει στα κελάρια μέσα σε δρύινα βαρέλια για να της προσδώσουν έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα και ίσως λίγο μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο. Παράλληλα, αρκετοί είναι οι παραγωγοί που δοκίμασαν οινοποίηση της γλυκιάς εκδοχής της.

 

Λημνιώνα, η ανα-γέννηση μιας θεάς

Η «Λημνιώνα», η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με το «Λημνιό», είναι το ανερχόμενο αστέρι των ελληνικών ερυθρών ποικιλιών και δεν αποκλείεται να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για κορυφαίες ετικέτες σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας, μέσα στα επόμενα χρόνια. Όμως, το δυναμικό ποιότητας αυτής της ερυθρής ποικιλίας, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ερυθρών ξηρών κρασιών, εντοπίστηκε μόνο όταν τα κλήματα που είχαν απομείνει από αυτήν ήταν ελάχιστα. Ακολούθησαν αρκετά χρόνια έρευνας και μικροοινοποιήσεων, στις οποίες συνεργάστηκαν πολλοί επιστήμονες, καλλιεργητές και παραγωγοί, άρχισαν να αποφέρουν εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Λέγεται πως η «Λημνιώνα» προέρχεται από τη Θεσσαλία και ειδικότερα από τις περιοχές της Καρδίτσας και του Τυρνάβου, όπου και καλλιεργούνταν πριν τη φυλλοξήρα, ανάμικτη με άλλες ποικιλίες, για την παραγωγή τού κρασιού του ντόπιου πληθυσμού. Σχεδόν εξαφανισμένη, διασώθηκε από το Ινστιτούτο Αμπέλου και την τελευταία δεκαετία καλλιεργείται από τους οινοπαραγωγούς Ζαφειράκη και Τσιλιλή, με τον Ζαφειράκη να την οινοποιεί και μονοποικιλιακά.

Η «Λημνιώνα» είναι μια ποικιλία που δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα όταν καλλιεργείται σε μικρές αποδόσεις σε ηπειρωτικά κλίματα με ζεστά καλοκαίρια, καθώς είναι πολύ όψιμη. Το ενδιαφέρον είναι ότι έχει φοβερή αντοχή στην ξηρασία και δεν έχει ανάγκη από νερό ακόμα και σε περίοδο καύσωνα.  Παράγει ερυθρούς και ροζέ οίνους με πλούσιες ανθοκυάνες και ζωντανό πορφυρό χρώμα το οποίο διατηρεί τη φρεσκάδα στο πέρασμα των χρόνων, χωρίς να «καφετίζει».

Το κρασί από «Λημνιώνα» έχει εξαιρετικά βαθύ, ζωηρό και σκούρο κόκκινο χρώμα. Στη μύτη είναι πλούσιο, πολύ εκφραστικό, με έντονη γεύση μαύρων φρούτων και γλυκών μπαχαρικών, όπως μοσχοκάρυδο και γαρύφαλλο, με ορυκτώδη χαρακτήρα, ενώ έχει καλή σχέση με νέο βαρέλι. Το στόμα είναι ευρύ και δομημένο πάνω σε στιβαρές, αλλά όχι και επιθετικές ταννίνες. Η αλκοόλη μπορεί να είναι σχετικά υψηλή, παρότι σπανίως ξεπερνά το 13,5%, αλλά εξισορροπείται πάντα από την έντονη οξύτητα της ποικιλίας.

Η «Λημνιώνα» είναι μια από τις σπάνιες αυτές ερυθρές ποικιλίες, που οδηγούν σε κρασιά με εκχύλισμα, συμπύκνωση, οξύτητα, αρώματα και γεύση, τα οποία δεν τείνουν να γίνουν παχιά και υπερβολικά σωματώδη. Απευθύνονται σε όσους αναζητούν κομψά και ασυνήθιστα κόκκινα κρασιά. Τα κρασιά αυτά, ιδίως όταν είναι νέα, συνοδεύουν άριστα πιάτα με μοσχάρι και άλλα κόκκινα κρέατα με πλούσια γεύση. Μπορούν να καταναλωθούν και άμεσα, αλλά ωφελούνται αν παλαιώσουν τουλάχιστον για λίγα χρόνια στη φιάλη, ενώ φτάνουν στο ζενίθ τους μέσα σε δέκα ή και περισσότερα χρόνια.

Αν θα θέλαμε να συγκρίνουμε τη «Λημνιώνα» με διεθνείς ποικιλίες, θα μπορούσαμε να  πούμε ότι στο στόμα μοιάζει με τις ιταλικές ποικιλίες Sangiovese και Barbera και στη μύτη με τη γαλλική Pinot Noir.